σβανάρω

σβανάρω
αμετ. пьянствовать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σβανάρω" в других словарях:

  • σβανάρω — Ν μεθοκοπώ, μπεκρουλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. ιταλ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • σβανάρω — (λ. ιταλ.), πίνω πολύ, σουρώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σβανάρισμα — και σβάνισμα, το, Ν [σβανάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σβανάρω, μπεκρούλιασμα, μεθοκόπι …   Dictionary of Greek

  • υποκωθωνίζομαι — Α (αποθ.) μεθοκοπώ, μπεκρουλιάζω, σβανάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κωθωνίζομαι «πίνω πολύ, μεθώ»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»